ψευδορκία

Revision as of 16:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A perjury, Ph.2.196.

German (Pape)

[Seite 1395] ἡ, das falsche Schwören, der Meineid, Schol. Lycophr. 932.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδορκία: ἡ, ψευδὴς ὅρκος, ἐπιορκία, Φίλων 2. 196.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ ψεύδορκος
ψευδής ένορκη διαβεβαίωση προς δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή για την αλήθεια και πληρότητα ενός ισχυρισμού ο οποίος έχει κατά νόμο καταστεί αντικείμενο απόδειξης.