ἀκλισία

Revision as of 16:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A indeclinability, A.D.Pron.12.4, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκλῐσία: ἡ, τὸ εἶναι ἄκλιτον, Ἀπολλ. ἐν Α. Β. 551, 552.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de declinación A.D.Pron.12.4, Adu.141.4.

Greek Monolingual

η (Α ἀκλισία) ἄκλιτος
έλλειψη κλίσης, απόκλισης προς το ένα ή προς το άλλο μέρος.

Russian (Dvoretsky)

ἀκλῐσία: ἡ грам. несклоняемость.