ἀκλισία

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκλῐσία Medium diacritics: ἀκλισία Low diacritics: ακλισία Capitals: ΑΚΛΙΣΙΑ
Transliteration A: aklisía Transliteration B: aklisia Transliteration C: aklisia Beta Code: a)klisi/a

English (LSJ)

ἡ, indeclinability, A.D.Pron.12.4, etc.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de declinación A.D.Pron.12.4, Adu.141.4.

German (Pape)

ἡ, das Indeclinabelsein, Apoll.Dysc.

Russian (Dvoretsky)

ἀκλῐσία: ἡ грам. несклоняемость.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκλῐσία: ἡ, τὸ εἶναι ἄκλιτον, Ἀπολλ. ἐν Α. Β. 551, 552.

Greek Monolingual

η (Α ἀκλισία) ἄκλιτος
έλλειψη κλίσης, απόκλισης προς το ένα ή προς το άλλο μέρος.