ἀκριβεύω

Revision as of 17:02, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A use accurately, τὴν ἀντωνυμίαν Did. ap. Sch.Pi.N.4.3:—in Med., S.E.M.1.71:—Pass., ἐὰνμὴ ἀκριβεύσωμαι ὑφ' ὑμῶν unless I receive precise instructions from you, PAmh.2.154.7 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 81] = ἀκριβόω, Schol. Pind. N. 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρῑβεύω: ἀκριβόω, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 4. 3. Μέσ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 71.

Spanish (DGE)

1 usar con precisión τὴν ἀντωνυμίαν Did. en Sch.Pi.N.4.5
en v. med. ser preciso περί τινος S.E.M.1.71, περὶ τῆς σωτηρίας Ep.Barn.2.10.
2 med. informarse detalladamenteἀνθύπατος πάντα ἀκριβευσάμενος A.Andr.Gr.22.1
seguir instrucciones concretas ἐὰν μὴ ἀκριβεύσωμαι ἀφ' ὑμῶν περὶ ἑκάστου πράγματος PAmh.154.7 (VI d.C.).

Greek Monolingual

ἀκριβεύω) ἀκριβής
χρησιμοποιώ κάτι όπως και όταν πρέπει, ακριβολογώ
νεοελλ.
ακριβαίνω
αρχ.
-ομαι
1. είμαι ακριβής
2. εξετάζω, ερευνώ προσεκτικά
«ἠκριβεύετο παρ’ αὐτοῡ τὶ τῶν καλῶν αὐτῷ κατώρθωται πώποτε» (Παλλάδιος 1164 c)
3. οδηγούμαι από κάποιον «ἐάν μὴ ἀκριβεύσωμαι ὑφ’ ὑμῶν» (Πάπυρ.).