ἀκριβεύω

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρῑβεύω Medium diacritics: ἀκριβεύω Low diacritics: ακριβεύω Capitals: ΑΚΡΙΒΕΥΩ
Transliteration A: akribeúō Transliteration B: akribeuō Transliteration C: akriveyo Beta Code: a)kribeu/w

English (LSJ)

use accurately, τὴν ἀντωνυμίαν Did. ap. Sch.Pi.N.4.3:—in Med., S.E.M.1.71:—Pass., ἐὰν μὴ ἀκριβεύσωμαι ὑφ' ὑμῶν unless I receive precise instructions from you, PAmh.2.154.7 (vi A. D.).

Spanish (DGE)

1 usar con precisión τὴν ἀντωνυμίαν Did. en Sch.Pi.N.4.5
en v. med. ser preciso περί τινος S.E.M.1.71, περὶ τῆς σωτηρίας Ep.Barn.2.10.
2 med. informarse detalladamenteἀνθύπατος πάντα ἀκριβευσάμενος A.Andr.Gr.22.1
seguir instrucciones concretas ἐὰν μὴ ἀκριβεύσωμαι ἀφ' ὑμῶν περὶ ἑκάστου πράγματος PAmh.154.7 (VI d.C.).

German (Pape)

[Seite 81] = ἀκριβόω, Schol. Pind. N. 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρῑβεύω: ἀκριβόω, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 4. 3. Μέσ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 71.

Greek Monolingual

ἀκριβεύω) ἀκριβής
χρησιμοποιώ κάτι όπως και όταν πρέπει, ακριβολογώ
νεοελλ.
ακριβαίνω
αρχ.
-ομαι
1. είμαι ακριβής
2. εξετάζω, ερευνώ προσεκτικά
«ἠκριβεύετο παρ’ αὐτοῦ τὶ τῶν καλῶν αὐτῷ κατώρθωται πώποτε» (Παλλάδιος 1164 c)
3. οδηγούμαι από κάποιον «ἐάν μὴ ἀκριβεύσωμαι ὑφ’ ὑμῶν» (Πάπυρ.).