ακριβολογώ
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
Greek Monolingual
(-έω) (AM ἀκριβολογοῦμαι)
1. μιλώ, εκφράζομαι με ακρίβεια, κυριολεκτώ
2. εξετάζω, ερευνώ με ακρίβεια και συνέπεια
αρχ.
σταθμίζω, ζυγίζω με ακρίβεια, με αυστηρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακριβολόγος.
ΠΑΡ. μσν. ἀκριβολόγησις
νεοελλ.
ακριβολόγημα].