ακριβολογώ
From LSJ
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
Greek Monolingual
(-έω) (AM ἀκριβολογοῦμαι)
1. μιλώ, εκφράζομαι με ακρίβεια, κυριολεκτώ
2. εξετάζω, ερευνώ με ακρίβεια και συνέπεια
αρχ.
σταθμίζω, ζυγίζω με ακρίβεια, με αυστηρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακριβολόγος.
ΠΑΡ. μσν. ἀκριβολόγησις
νεοελλ.
ακριβολόγημα].