ἀνοτοτύζω

Revision as of 19:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A break out into wailing, A.Ag.1074, E.Hel.371 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοτοτύζω: θρηνολογῶν ἀναβοῶ ὀτοτοῖ, τί ταῦτ’ ἀνωτότυξας ἀμφὶ Λοξίου; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1074, κἀνωτότυξεν Εὐρ. Ἑλ. 371.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀνωτότυξα;
éclater en sanglots.
Étymologie: ἀνά, ὀτοτύζω.

Greek Monolingual

ἀνοτοτύζω (Α)
θρηνολογώντας φωνάζω «ὀτοτοῑ», ξεσπώ σε θρήνους, θρηνολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + οτοτύζω «φωνάζω ὀτοτοῑ, θρηνολογώ»].

Greek Monotonic

ἀνοτοτύζω: μέλ. -ξω, ξεσπώ σε θρήνο, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνοτοτύζω: разражаться рыданиями Aesch., Eur.

Middle Liddell


to break out into wailing, Aesch., Eur.