ἀπενιαύτησις

Revision as of 20:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, A banishment for a term of years, τριετεῖς ἀ. ib.868e (v.l.-ισις).

German (Pape)

[Seite 286] ἡ, Verbannung (auf ein Jahr), Plat. Legg. IX, 868 e τριετεῖς; nur eine Handschrift hat ἀπενιαύτισις.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπενιαύτησις: -εως, ἡ, ἐξορία, ἐπὶ ἕν ἔτος, Πλάτ. Νόμ. 868D (διάφ. γραφ. ἀπενιαύτισις). Ὡσαύτως -τισμός ὁ, «ἀπενιαυτισμός, ἡ εἰς ἐνιαυτὸν φυγὴ τοῖς φόνον δράσασιν» Ἡσύχ., Α. Β. 421. 18, Ἐτυμ. Μ. σ. 120. 17.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ exilio por un año τριετεῖς ἀ. Pl.Lg.868e.

Greek Monolingual

ἀπενιαύτησις, η απενιαυτώ κ. ἀπενιαύτισις, η απενιαυτίζω
εξορία για ορισμένο χρονικό διάστημα, κυρίως για ένα έτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπενιαύτησις: εως ἡ досл. годичное изгнание, перен. изгнание Plat.