ἐνλαξεύω

Revision as of 08:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A carve in or on, pf. Pass. ἐνλελάξευνται AP3.9Arg.

German (Pape)

[Seite 846] in Stein aushauen, ἐνλελάξευνται, im Titel des Epigr. Anth. III, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνλαξεύω: λαξεύω ἔν τινι, ἐγγλύφω, Πελίας καὶ Νηλεὺς ἐνλελάξευνται Ἀνθ. Παλατ. 3-9 ἐν τῇ ὑποθέσει τοῦ ἐπιγράμματος.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo perf. pas. ἐλλελάξευνται AP 3.9 tít.]
cincelar, representar en relieve en v. pas. Πελίας καὶ Νελεύς AP l.c.

Greek Monolingual

ἐνλαξεύω)
λαξεύω, εγγλύφω κάπου ή μέσα σε κάτι, χαράσσω μέσα ή πάνω σε κάτι.

Russian (Dvoretsky)

ἐνλαξεύω: вырезывать на камне, высекать (οἱ Ποσειδῶνος παῖδες ἐνλελάξευνται ἔν τινι Anth.).