ἐπιμοίριος

Revision as of 09:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A fated, νήματα AP7.504 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 964] νήματα, des Schicksals Faden, Leon. Tar. 93 (VII, 504).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμοίριος: -ον, (μοῖρα) εἰς τὴν μοῖραν ἀνήκων, μοιραῖος, νήματα Ἀνθ. Π. 7. 504.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du destin, fatal.
Étymologie: ἐπί, μοῖρα.

Greek Monolingual

ἐπιμοίριος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει στη μοίρα, που καθορίζεται από τη μοίρα, ο μοιραίος.

Greek Monotonic

ἐπιμοίριος: -ον (μοῖρα), μοιραίος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμοίριος: предопределенный, роковой: νήματ᾽ ἐπιμοίρια Anth. нити судьбы.

Middle Liddell

ἐπι-μοίριος, ον μοῖρα
fated, Anth.