μοιραῖος

From LSJ

εὐηθείης ἠλιθίου ἀπηλλαγμένον → free from silly foolishness, many removes from folly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιραῖος Medium diacritics: μοιραῖος Low diacritics: μοιραίος Capitals: ΜΟΙΡΑΙΟΣ
Transliteration A: moiraîos Transliteration B: moiraios Transliteration C: moiraios Beta Code: moirai=os

English (LSJ)

α, ον, of destiny, μίτοι Man.5.8, cf. Alciphr.1.20; μ. τριάς, of the Fates, Procl. Theol.Plat.6.23.

German (Pape)

[Seite 198] 1) θεοί, die das Schicksal bestimmen, Alciphr. 1, 20. – 2) vom Schicksal bestimmt, durchs Loos zugetheilt, fatalis, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μοιραῖος: -α, -ον, ὁ ὁρίζων τὴν μοῖραν τῶν θνητῶν, ἀλλ’ ὦ μοιραῖοι θεοὶ καὶ μοιραγέται δαίμονες Ἀλκίφρων 1. 20· ὁ ἀνήκων εἰς τὰς Μοίρας, μοιραίοισι μίτοισι Μανέθ. 5. 8. - Ἐπίρρ. μοιραίως, κατὰ τὴν θέλησιν τῶν μοιρῶν, ὡς πέπρωται, ὡς εἵμαρται, Πρισκιαν. 15. 4, 24. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μοῖρα Ι. 5) ὁ ἀνήκων εἰς γεωγραφικ. μοῖραν, Μαθημ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α μοιραῖος, -αία, -ον)
αυτός που έχει οριστεί από τη μοίρα, προδιαγεγραμμένος, αναπόφευκτος, αναπότρεπτος («ήταν μοιραίο γεγονός η σύγκρουσή τους»)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει καταδικαστεί από τη μοίρα, αυτός που φέρνει δυστυχία στον εαυτό του και στους άλλους, ολέθριος, καταστρεπτικός
2. το ουδ. ως ουσ. το μοιραίο
α) αναπόφευκτο κακό, η ειμαρμένη
β) ο θάνατος («επήλθε το μοιραίο»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στη γεωγραφική μοίρα
2. αυτός που ορίζει τη μοίρα, το πεπρωμένο τών θνητών («ἀλλ' ὦ μοιραῖοι θεοὶ καὶ μοιραγέται δαίμονες», Αλκίφρ.).
επίρρ...
μοιραίως και μοιραία (Α μοιραίως)
1. κατά τις επιταγές της μοίρας, όπως ορίζει το πεπρωμένο
αναπότρεπτα, αναπόφευκτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοίρα-ιος< μοίρα + επίθημα -ιος].