ἐπιμοίριος

From LSJ

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμοίριος Medium diacritics: ἐπιμοίριος Low diacritics: επιμοίριος Capitals: ΕΠΙΜΟΙΡΙΟΣ
Transliteration A: epimoírios Transliteration B: epimoirios Transliteration C: epimoirios Beta Code: e)pimoi/rios

English (LSJ)

ἐπιμοίριον, fated, νήματα AP7.504 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 964] νήματα, des Schicksals Faden, Leon. Tar. 93 (VII, 504).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du destin, fatal.
Étymologie: ἐπί, μοῖρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμοίριος: предопределенный, роковой: νήματ᾽ ἐπιμοίρια Anth. нити судьбы.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμοίριος: -ον, (μοῖρα) εἰς τὴν μοῖραν ἀνήκων, μοιραῖος, νήματα Ἀνθ. Π. 7. 504.

Greek Monolingual

ἐπιμοίριος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει στη μοίρα, που καθορίζεται από τη μοίρα, ο μοιραίος.

Greek Monotonic

ἐπιμοίριος: -ον (μοῖρα), μοιραίος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐπι-μοίριος, ον μοῖρα
fated, Anth.