ἐπιρροίβδην

Revision as of 09:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv. A with noisy fury, E.HF860 (troch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρροίβδην: Ἐπίρρ. ὡς τὸ ῥύδην, μετὰ ἠχηρᾶς καὶ μανιώδους ὁρμῆς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 860.

French (Bailly abrégé)

adv.
de manière à engloutir dans un tourbillon.
Étymologie: ἐπιρροιβδέω.

Greek Monolingual

ἐπιρροίβδην (Α)
επίρρ. με ορμητική επίθεση και θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. επιρροίβδην αντί επιρροιβδήδην (επί + ροιβδηδόν «θορυβωδώς»), με συλλαβική ανομοίωση].

Greek Monotonic

ἐπιρροίβδην: (ῥοῖβδος), επίρρ., με μανιώδη ορμή, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρροίβδην: adv. бурно, стремительно, неудержимо (ὁμαρτεῖν τινα Eur.).

Middle Liddell

ῥοῖβδος
adv. with noisy fury, Eur.