ἐπισυνδίδωμι

Revision as of 09:45, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A rush in together, of streams, Plu.Aem.14.

German (Pape)

[Seite 987] (s. δίδωμι), nachgeben, sich nachsenken, Plut. Aemil. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυνδίδωμι: συνωθοῦμαι πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐπισυνδιδόντων ὁλκῇ καὶ φορᾷ τοῦ θλιβομένου πρὸς τὸ κενούμενον Πλουτ. Αἰμιλ. 14.

French (Bailly abrégé)

se joindre à, s’ajouter à.
Étymologie: ἐπί, συνδίδωμι.

Greek Monolingual

ἐπισυνδίδωμι (Α)
(για ρεύμα) συνωθούμαι προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + συνδίδωμι «συνεισφέρω, απλώνομαι»].

Greek Monotonic

ἐπισυνδίδωμι: συνωθούμαι προς τα εμπρός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισυνδίδωμι: поддаваться, уступать (τινί Plut.).

Middle Liddell


to push forward together, Plut.