ἑρμήνευσις
English (LSJ)
εως, ἡ, A style, expression, Longin. Rh.p.187H. 2 interpretation, D.C.66.1.
German (Pape)
[Seite 1032] ἡ, die Auslegung, D. Cass. 66, 1.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
ἑρμήνευσις, ἡ (Α)
ερμηνεύω
1. ερμηνεία, εξήγηση
2. το ύφος, ο εκφραστικός τρόπος.