ἱππηδόν

Revision as of 12:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv. A like a horse, A.Th.328 (lyr.), Supp.431 (lyr.). II like a horseman, Ar.Pax81.

German (Pape)

[Seite 1258] nach Pferdeart, wie Rosse; ἄγεσθαι, fortgeschleppt werden, Aesch. Spt. 310; Suppl. 426; Ar. Pax 81.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππηδόν: Ἐπίρρ., ὡς ἵππος, Αἰσχύλ. Θήβ. 328, Ἱκέτ. 431. ΙΙ. ὡς ἀναβάτης ἵππου, ὡς ἱππεύς, αἴρεται (ὁ δεσπότης) ἱππηδὸν ἐς τὸν ἀέρ’ ἐπὶ τοῦ κανθάρου Ἀριστοφ. Εἰρ. 81.

French (Bailly abrégé)

adv.
comme un cheval.
Étymologie: ἵππος, -δον.

Greek Monolingual

ἱππηδόν (Α) ίππος
επίρρ.
1. σαν άλογο («ἱππηδὸν πλοκάμων», Αισχύλ.)
2. σαν ιππέας, σαν καβαλάρης, ιππαστί, καβάλα, καβαλικευτά.

Greek Monotonic

ἱππηδόν: (ἵππος), επίρρ.:
I. όπως το άλογο, σε Αισχύλ.
II. καθώς ο αναβάτης του αλόγου, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἱππηδόν: adv.
1) словно лошади (ἄγεσθαι Aesch.);
2) словно на коне, подобно наезднику, верхом (ἐπὶ τοῦ κανθάρου Arph.).

Middle Liddell

ἵππος
I. adv. like a horse, Aesch.
II. as on horseback, like a horseman, Ar.