ὀστρακοκονία

Revision as of 12:56, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A pavement made of crushed potsherds, concrete, Gp.2.27.5.

German (Pape)

[Seite 400] ἡ, Estrich von zerschlagenen Ziegeln od. Scherben, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστρᾰκοκονία: ἡ, ἔδαφος κατεστρωμένον διὰ τετριμμένων κεραμίδων, Λατ. pavimentum testaceum, Γεωπ. 2. 27, πρβλ. Βιτρούβ. 7. 1.

Greek Monolingual

ὀστρακοκονία, ἡ (Μ)
1. είδος ασβεστοκονιάματος αναμεμιγμένου με τριμμένα κεραμίδια και μικρές πέτρες, το οποίο χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα για επίστρωση δαπέδου
2. έδαφος ή δάπεδο στρωμένο με αυτό το ασβεστοκονίαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κονία «άσβεστος».