ὁμόχρονος

Revision as of 13:20, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A contemporaneous, Them.Or.9.128a.

German (Pape)

[Seite 342] gleichzeitig, zu gleicher Zeit lebend, Themist. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόχρονος: -ον, σύγχρονος, Θεμίστ. 128Α. Ἐπίρρ. -νως, Ἰω. Κλίμακ. σ. 132.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contemporain.
Étymologie: ὁμός, χρόνος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόχρονος, -ον, Α και ὁμοχρόνιος, -ον)
αυτός που γίνεται ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο, σύγχρονος, ταυτόχρονος
νεοελλ.
1. ισόχρονος, ίσης χρονικής διάρκειας, που διαρκεί τον ίδιο χρόνο με κάποιον άλλο
2. φρ. «ομόχρονη κληρονομικότητα»
βιολ. κατά τον Δαρβίνο, μορφή κληρονομικότητας στην οποία ορισμένοι χαρακτήρες που μεταβιβάστηκαν εμφανίζονται στους απογόνους ακριβώς κατά την ηλικία που εμφανίστηκαν και στους προγόνους
αρχ.
συνομήλικος, συνηλικιώτης, σύγχρονος.
επίρρ...
ομοχρόνως και ομόχρονα (ΑΜ ὁμοχρόνως)
ταυτοχρόνως, συγχρόνως, κατά την ίδια στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + χρόνος (πρβλ. ισό-χρονος). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homochronous].

Greek Monotonic

ὁμόχρονος: -ον, σύγχρονος, ταυτόχρονος.

Middle Liddell

ὁμό-χρονος, ον,
contemporaneous.