ὑπαναγκάζω

Revision as of 13:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A force under or in, τι μεσηγὺ τῶν πλευρέων Hp.Art.5 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαναγκάζω: βιαίως ἐμβάλλω τι ὑποκάτω ἢ εἴς τι, τι μεσηγὺ πλευρέων Ἱππ. π. Ἄρθρ. 782.

Greek Monolingual

Α ἀναγκάζω
βάζω βιαίως κάτι από κάτω ή μέσα σε κάτι άλλο.