related to μή as οὐχί to οὐ, ναίχι to ναί, Eub.23.
μήχι (Α)μόριο το οποίο έχει σχέση με το μόριο μη, όπως και το ουχί έχει σχέση με το μόριο ου και το ναιχί με το μόριο ναι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μή-χι (πρβλ. οὐχί)].