συναίρεσις

Revision as of 16:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

εως, ἡ, A taking or drawing together, ἡ τῶν ἄκρων εἰς ταὐτὸ σ. Longin.10.3; ς. (sc. καρπῶν) Ath.11.489f; contraction, closing, τῶν διοδευθησομένων Χωρίων Sor.2.59. 2 contraction of front, opp. αὔξησις, Ascl.Tact. 11.7; shortening, reduction of an estimated distance, Ptol.Geog.1.8.3; τοῦ μήκους (of a fractured limb) Sor.Fract.19 (συνερεισις cod.). 3 aggregation, Dam.Pr.96; synthesis, ib.277,280; concentration, τῆς νοερᾶς οὐσίας Simp. in Ph.635.32; generalization, opp. διαίρεσις, Elias in Porph.76.19. 4 in Gramm., synaeresis, whereby two vowels are not changed, but coalesce into a diphthong, as ὀϊστός, οἰστός, opp. διαίρεσις, Quint.Inst.1.5.17, A.D.Adv.132.25; but also contraction, as of κύημα to κῦμα, Gal.6.642.

German (Pape)

[Seite 997] ἡ, das Zusammennehmen. Bei Gramm. die Zusammenziehung zweier Vokale in einen Diphthong, eigtl. dann, wenn sie keine Veränderung erleiden; aber auch allgemein z.B. εα in η, Schol. Ar. Ach. 10.

Greek (Liddell-Scott)

συναίρεσις: -εως, ἡ, τὸ λαμβάνειν ἢ ἑλκύειν πρὸς τὸ αὐτό, ἡ τῶν ἄκρων εἰς ταὐτὸ σ. Λογγῖν. 10. 3· σ. καρπῶν Ἀθήν. 489F, Πλούτ. 2. 924F. ΙΙ. συστολή, Πτολ. 1. 8, 4, Εὐστ. Πονημάτ. 143. 43. 2) παρὰ γραμμ., ἡ συγχώνευσις δύο φωνηέντων ἢ φωνήεντος καὶ διφθόγγου ἐν μιᾷ λέξει εἰς μακρὸν φωνῆεν ἢ δίφθογγον, οἷον, γέα, γῆ, ἀληθέϊ, ἀληθεῖ, τιμάεις, -ᾶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διαίρεσις, Κυντιλ. 1. 5, 17.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action d’assembler;
2 récolte;
3 resserrement, contration ; t. de gramm., par opp. à διαίρεσις : synérèse, ou diphtongaison, prononciation de deux voyelles en une seule émission de voix (= synizèse).
Étymologie: συναιρέω.

Russian (Dvoretsky)

συναίρεσις: εως ἡ
1) собирание, соединение, сопоставление (τινος πρός τι Plut.);
2) грам. синэресис (слитное произношение смежных гласных, дифтонгизация, напр., ει из εϊ, οι из οϊ).