ἐλάτινος
English (LSJ)
[ᾰ], η, ον, also ος, ον Anaxil.22.17: Ep. εἰλάτινος, η, ον, as also E.Hel.1461 (lyr.), Hec.632 (lyr.):—A of the fir, ὄζοι εἰ. Il.14.289, cf. E.Ba.1070; ὕλα εἰ. Id.Hec.632; [[[ῥητίνη]]] Thphr.HP9.2.2; ξύλα SIG135.11 (Olynthus, iv B.C.). 2 made of fir or pine-wood, ἱστὸς εἰ. Od.2.424; πλάται E.Hel.1461, cf. Anaxil.l.c. II of the date inflorescence, ἔλαιον Dsc.1.44.
German (Pape)
[Seite 790] auch 2 Endgn, πλάτη Anaxil. bei Ath. XIII, 558 c, poet. εἰλάτινος, von der Tanne, ὄζοι, φύλλα, Eur. Bacch. 1070 Cycl. 386. – Vom jungen Palmentriebe, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλάτινος: ᾰ, η, ον, ὡσαύτως, ος, ον, Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 17˙ Ἐπ. εἰλάτινος, -η, -ον, ὡς καὶ παρ’ Εὐρ. ἐν Ἑλ. 1461, Ἑκ. 632 (ἐν λυρικοῖς χωρίοις)˙ τῆς ἐλάτης ἢ ἐξ ἐλάτης, Λατ. abiegnus, ὄζοι εἰλ. Ἰλ. Ξ. 289, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 1070˙ ὕλη εἰλ. ὁ αὐτ. Ἑκ. 632. - ἐκ ξύλου ἐλάτης, ἱστὸν δ’ εἰλάτινον Ὀδ. Β. 424˙ πλάται Εὐρ. Ἑλ. 1461, πρβλ. Ἀναξίλαν ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐκ τοῦ περικαλύμματος τοῦ καρποῦ τῶν φοινίκων ἔτι ἀνθούντων, σκευασία Διοσκ. 1. 54˙ πρβλ. ἐλάτη ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 de sapin;
2 fait en bois de sapin.
Étymologie: ἐλάτη.
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Alolema(s): εἰλ- Il.14.289, Od.2.424, E.Hel.1461
• Prosodia: [ᾰ]
• Morfología: [-ος, -ον Anaxil.22.17]
I 1de abeto ὄζοι Il.l.c., E.Ba.1070, ὕλα E.Hec.632, ξύλα SIG 135.11 (Olinto IV a.C.), ῥητίνη Thphr.HP 9.2.2, Gal.12.114, τέφρα Dieuch.15.55, ἱστὸς ξύλου ἐλατίν[ου PCair.Zen.566.5 (III a.C.).
2 de madera de abeto ἐπιβλής Il.24.454, δοκοί Od.19.38, ἱστός Od.2.424, cf. LXX Ez.27.5, πλάται E.Hel.1461, cf. Anaxil.l.c., χε] ῖρας παρέσυρον ἐλα[τίνα] ς ref. a los remos, Tim.15.6
•subst. τὸ ἐ. pieza de madera de abeto, PKöln 53.14, 18 (III d.C.).
II subst., bot.
1 τὸ ἐ. ungüento elatino, e.e., elaborado a partir de la espata ἐλατίνου σκευασία Dsc.1.44, cf. ἐλάτη I 3.
2 ἡ ἐ. una clase de linaria prob. Kickxia elatine (L.) Dumort. o Kickxia spuria (L.) Dumort., Dsc.4.40, Plin.HN 27.74, Gal.11.873.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐλάτινος, -η, -ον και ἐλάτινος, -ον Α και εἰλάτινος, -η, -ον)
ο κατασκευασμένος από ξύλο έλατου
αρχ.
1. αυτός που ανήκει σε έλατο ή προέρχεται απὸ αυτό («ὄζοι εἰλάτινοι, ξύλα ἐλάτινα»)
2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο άνθος της φοινικοβαλάνου.
Greek Monotonic
ἐλάτινος: [ᾰ], Επικ. εἰλάτινος, -η, -ον (ἐλάτη), αυτός που είναι από ξύλο έλατου, Λατ. abiegnus, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· φτιαγμένος από έλατο ή πευκόξυλο, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐλάτῐνος: эп. εἰλάτινος 2 (ᾰ) еловый (ὄζοι Hom., Eur.; ἱστός Hom.; πλάται Eur.).
Middle Liddell
ἐλάτη
of the fir, Lat. abiegnus, Il., Eur.:— of fir or pine-wood, Od., Eur.