ἐνστασία

Revision as of 12:45, 14 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἡ, = ἔνστασις (beginning, plan, management, origin, institution, inheritance, lodgement, impaction, obstruction, interference, objection, opposition), Hp. Ep. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνστασία: ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἱππ. 1289. 10.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
sede τὸ δὲ τῶν ὀμμάτων ὁρητικὸν ἐν πολυχίτωνι φωλεῦον ὑγροῦ ἐνστασίᾳ la propiedad visual de los ojos, oculta en una sede húmeda de varias capas Hp.Ep.23.

Greek Monolingual

ἐνστασία, η (Α) ενίστημι
συγκέντρωση υγρού ή στάση, εδραίωση ξένου σώματος σε σημείο του οργανισμού.