= μηκάομαι (bleat, scream, shriek), Nic. Al. 214.
[Seite 171] = Folgdm, Nic. Al. 204.
μηκάζω: μηκάομαι, Νικ. Ἀλεξιφ. 214, Συνέσ. 285D.
μηκάζω (Α)1. (για πρόβατα και αίγες) μηκώμαι, βληχώμαι, βελάζω2. (για πρόσ.) φωνάζω δυνατά, επίμονα, σκούζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μηκῶμαι].