μηκώμαι
From LSJ
Greek Monolingual
(Α μηκῶμαι, -άομαι)
(για πληγωμένο άνθρωπο ή ζώο) βγάζω στεναγμό από τον πόνο, βογγώ
νεοελλ.
(για βόδι) μουγκρίζω, μουγκανίζω
αρχ.
1. (για τα πρόβατα ή τις αίγες) βελάζω, βληχώμαι
2. (για καταδιωκόμενο ελαφάκι ή λαγό ή κάπρο) φωνάζω, σκούζω, βγάζω οξύ μηκηθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται σε παρεκτεταμένο τ. me-k- «βελάζω» της ΙΕ ρίζας mē- και αποτελεί προϊόν ονοματοποιίας. Συνδέεται με ΙΕ λ., όπως αρχ. ινδ. makamakāyāte «βελάζω», αρμ. mak'-i «πρόβατο», ρωσ. mekaty «βελάζω», μέσ. άνω γερμ. meckātzen «βελάζω» και mecke «τράγος». Παλαιότεροι είναι οι τ. του παρακμ. μέ-μη-κα και του αορ. β' ἔ-μακ-ον (πρβλ. κέκραγα / κραγεῖν: κράζω, λέληκα / λακεῖν: λάσκω), ενώ οι ενεστ. μηκῶμαι / μηκάζω είναι μτγν.].