ἀποστομίζω

Revision as of 20:14, 26 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

A deprive of an edge, πέλεκυς ἀπεστομισμένος Philostr.Im.2.17. II = ἀποστοματίζω (interrogate, catechize) ΙΙ, Hsch. III = φιμόω, Id.

German (Pape)

[Seite 327] der Schneide berauben, abstumpfen, Philostr. Imagg. 2, 17 πέλεκυς ἀπεστοματισμένος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστομίζω: (στόμα) ἀμβλύνω τὴν ἀκμήν, τὸν «αἰθέρα» ξίφους ἢ ἄλλου ὅπλου, κτλ., Φιλόστρ. Εἰκ. 2. 17, 11. 2) ἀποστομώνω, κάμνω τι νὰ νὰ μὴ δύνηται ν’ ἀποκριθῇ, μεταγεν.

Spanish (DGE)

I saber de memoria ἀποστομίζων πᾶσαν τὴν παλαιὰν διαθήκην Origenes M.12.824B.
II 1embotar, reducir el filo en v. pas. (πέλεκυν) ἀπεστομισμένον ὑπὸ τοῦ πλήττειν Philostr.Im.2.17.
2 fig. reducir al silencio τῶν Ἑλλήνων τοὺς φιλοσόφους H.Mon.20.15, τὸν διδάσκαλον περὶ τοῦ πρώτου γράμματος Eu.Thom.A 6.3 (p.145), en v. med. ἀπεστομίσατο ... ἡμᾶς PMasp.9re.13 (VI d.C.), cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἀποστομίζω (AM)
αποστομώνω κάποιον, τον αναγκάζω να σωπάσει
αρχ.
αμβλύνω την κόψη μαχαιριού ή όπλου.