ἀποστοματίζω
English (LSJ)
(στόμα)
A teach by word of mouth, teach by dictation, γράμματα ἀ. Pl.Euthd.277a: abs., ὅταν ἀ. ὑμῖν ὁ γραμματεύς ib.276c: —Pass., τὸ ἀποστοματιζόμενον dictated lesson, ibid., Arist.SE165b32.
2 interrogate, catechize, as a master his pupil, Ev.Luc.11.53, cf. Pl. ap. Poll.1.102 (Pass.).
II repeat by heart, Ath.8.359d, Antyll. ap.Orib.6.9.4: generally, recite, repeat, Plu.Thes.24.
Spanish (DGE)
I 1c. ac. de obj. int. decir, recitar de memoria γράμματα Pl.Euthd.277a, τὸν Ὁμήρου κατάλογον Porph.Paral.p.233, τὴν Πλάτωνος ῥῆσιν Them.Or.2.33b
•abs. ὁπότε ἀποστοματίζοι ὑμῖν ὁ γραμματιστής Pl.Euthd.276c, cf. Poll.2.102, St.Byz.s.u. Γέρασα
•en v. pas. τὰ ἀποστοματιζόμενα lecciones pronunciadas de memoria Pl.Euthd.276c, Arist.SE 165b32, cf. Sud.
•repetir de memoria ἱστορίαν, ἣν ... ἀποστοματίζειν οὐ δύνασθαι Ath.359d, cf. 164a, Antyll. en Orib.6.9.4
•gener. repetir una predicción de la Sibila, Plu.Thes.24.
2 c. ac. de pers. hacer preguntas, preguntar a αὐτόν los fariseos a Jesús Eu.Luc.11.53.
II c. ac. de pres. callar la boca a τὸν καθηγητήν Vit.Aesop.G 26.
German (Pape)
[Seite 327] 1) vom Munde weg, auswendig hersagen, Plat. Euthyd. 276 c ff; bes. vom Schullehrer, etwas vorsagen, bis der Schüler es gelernt hat. – 2) antworten, Plut. Thes. 24. – 3) ausfragen, Ev. Luc. 11, 53; vgl. Poll. 2, 108.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποστοματιῶ;
réciter ou débiter de vive voix en parl. d'une réponse d'oracle;
NT: faire parler ; faire répéter.
Étymologie: ἀπό, στοματίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποστομᾰτίζω:
1 говорить Plut.;
2 читать (в знач. преподавать) Plat.: τὰ ἀποστοματιζόμενα Arst. лекции;
3 расспрашивать NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστομᾰτίζω: (στόμα) διδάσκω ἄνευ βιβλίου ἀλλ’ ἀπὸ στόματος, ὅστις ἦτο ὁ συνήθης τρόπος τοῦ διδάσκειν ἐν Ἀθήναις, τί οὖν; ἦ δ’ ὅς, ἆρα οὐ μανθάνεις ἅττ’ ἂν ἀποστοματίζῃ τις…; Πλάτ. Εὐθύδ. 177A· ἀπολ., αὐτόθι, 276C: - Παθ., τὸ ἀποστοματιζόμενον, τὸ ὑπαγορευόμενον μάθημα, αὐτόθι, Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 4.1, πρβλ. Ρουγκ. Τίμ. 2) ἐρωτῶ καὶ λαμβάνω ἀποκρίσεις, ἐπερωτῶ, ὡς διδάσκαλος τὸν μαθητήν του, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ια΄, 53. ΙΙ. ἀπαγγέλλω, ἐπαναλαμβάνω ἀπὸ στήθους, ἥν… ἀποστοματίζειν οὐ δύνασθαι Ἀθήν. 359D: καθόλου, ἀπαγγέλλω, ἐπαναλαμβάνω, Πλουτ. Θησ. 24.
English (Strong)
from ἀπό and a (presumed) derivative of στόμα; to speak off-hand (properly, dictate), i.e. to catechize (in an invidious manner): provoke to speak.
English (Thayer)
(στοματίζω — not extant — from στόμα); properly, "to speak ἀπό στόματος (cf. ἀποστηθίζω);
1. to recite from memory: Themistius, or. 20, p. 238, Hard. edition; to repeat to a pupil (anything) for him to commit to memory: Plato, Euthyd., p. 276c., 277a.; used of a Sibyl prophesying, Plutarch, Thes. 24.
2. to ply with questions, catechize, and so to entice to (off-hand) answers: τινα, Luke 11:53.
Greek Monolingual
(Α ἀποστοματίζω) στόμα
1. διδάσκω ή επαναλαμβάνω κάτι από μνήμης
2. ρωτώ και δέχομαι απαντήσεις, επερωτώ
3. απαγγέλλω, επαναλαμβάνω
4. (παθ. μτχ.) τὸ ἀποστοματιζόμενον
το υπαγορευόμενο μάθημα.
Greek Monotonic
ἀποστομᾰτίζω: μέλ. -σω (στόμα)·
1. διδάσκω από στόματος, δηλ. χωρίς την χρήση βιβλίου, διδάσκω υπαγορεύοντας, γράμματα, σε Πλάτ.
2. ρωτώ επιμόνως αναμένοντας απάντηση, όπως ο δάσκαλος τον μαθητή του, προκαλώ κάποιον να μιλήσει, σε Καινή Διαθήκη
3. εξιστορώ, απαγγέλλω, επαναλαμβάνω από στήθους, σε Πλούτ.
Middle Liddell
στόμα
1. to dictate by word of mouth, teach by dictation, γράμματα Plat.
2. to question sharply or to provoke one to speak, NTest.
3. to recite, repeat by heart, Plut.
Chinese
原文音譯:¢postomat⋯zw 阿坡-士拖馬提索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-口(化)
字義溯源:即席說話,受引動而說話;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(στόμα)*=口)組成;其中 (στόμα)出自 (τομός)=更加鋒利,而 (τομός)又出自(τελωνεῖον / τελώνιον)X*=切)。文士和法利賽人曾極力催逼主耶穌,引動他多說話,好得著話柄控告他( 路11:53)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 引動⋯多說(1) 路11:53