ὠμοβόρος

Revision as of 17:25, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

English (LSJ)

ον, = ὠμοβρώς, eating raw flesh, A.R.1.636, Ael.NA15.11, Ph.1.670; βλέπειν ὠμοβόρον v.l. in Alciphr.3.21.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμοβόρος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ἁπολλ. Ρόδ. Α. 636, Αἰλιαν. περὶ Ζῴων 15. 11, Φίλων 1. 670· βλέπειν ὠμοβόρον Ἀλκίφρων 3. 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange de la chair crue.
Étymologie: ὠμός, βιβρώσκω.

English (Slater)

ὠμοβόρος, v. ὠμοβόλος.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὠμοβόρος, -ον, ΝΑ
αυτός που τρώει ωμό κρέας, ωμοφάγος («θηρῶν ὠμοβόρων», Γρηγ. Ναζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο-βόρος].