(AM ἀντηχῶ, ἀντηχέω)ανακλώ ήχο, αντιλαλώνεοελλ.ηχώ, ακούγομαιαρχ.1. αφιερώνω τραγούδι σε κάποιον ή τραγουδώ για κάποιο γεγονός2. (για μουσικές χορδές) κάνω αντήχηση3. εκφράζω αντίθεση με φωνές4. αντιλέγω.