η (ΑΜ εὐεξία) ευεκτόςη καλή κατάσταση του σώματος, η καλή κατάσταση της υγείας («εὐεξία τῶν σωμάτων καὶ καχεξία», Πλάτ.)νεοελλ.η καλή οικονομική κατάσταση, η υλική ευημερίααρχ.η επιδεξιότητα, η ικανότητα («εὐεξία ἐν τοῖς πολεμικοῑς», Πολ.).