κρουσιμετρώ

Revision as of 20:17, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

Greek Monolingual

(Α κρουσιμετρῶ, -έω) κρουσιμέτρης
νεοελλ.
εξετάζω το έδαφος με χτύπημα για να βρω υπόγεια φλέβα νερού
αρχ.
εξαπατώ κατά το ζύγισμα του σίτου χτυπώντας τη ζυγαριά («κρουσιμετρεῑν, ἐλλιπῶς μετρεῖν καὶ ἐνδεῶς», Ησύχ.).