υπογραμμός

Revision as of 20:30, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

Greek Monolingual

ο / ὑπογραμμός, ΝΜΑ υπογράφω
1. δείγμα για γραφή, υπόδειγμα
2. παράδειγμα, πρότυπο
νεοελλ.
φρ. «τύπος και υπογραμμός»
(για πρόσ.) πρότυπο για μίμηση
μσν.-αρχ.
διδαχή, μάθημα («ὑπογραμμὸν ἡμῑν καὶ διὰ τούτων δίδωσιν ὁ σωτήρ, μὴ φρονεῖν ἐφ' ἑαυτοῑς δεομένοις τῆς παρὰ θεοῡ βοηθείας», Ωριγ.)
μσν.
βαφή για το δέρμα του γυναικείου προσώπου κάτω από τα βλέφαρα
αρχ.
1. περίγραμμα, σχέδιο
2. φρ. «ὑπογραμμοὶ παιδικοί» — σχολικά υποδείγματα καλλιγραφίας που περιείχαν σε σειρά λέξεων όλα τα γράμματα του αλφαβήτου (Κλήμ. Αλ.).