κατακοιμώ

Revision as of 08:35, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

κατακοιμῶ, -άω (Α)
1. κοιμάμαι χωρίς διακοπή, περνώ τη νύχτα «ξεῖνόν τινα χρήμασι πείσας κατεκοίμησε ἐς Ἀμφιάρεω», Ηρόδ.)
2. (συν. μτφ.) βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζωοὐδέ... λάθα κατακοιμάσῃ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κοιμῶ «βάζω κάποιον να κοιμηθεί»].