λάθα
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
English (LSJ)
Doric for λήθη.
German (Pape)
[Seite 5] ἡ, dor. = λήθη, Pind.
French (Bailly abrégé)
dor. c. λήθη.
Russian (Dvoretsky)
λάθα: (λᾱ) ἡ дор. Pind. = λήθη.
Greek (Liddell-Scott)
λάθα: ἡ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ λήθη.
English (Slater)
λᾱθα (-α, -ας, -αν.)
a act., not remembering, forgetting, forgetfulness ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος (O. 7.45) and so a desired forgetting, escape, λάθα δὲ πότμῳ σὺν εὐδαίμονι γένοιτ' ἄ·ν (O. 2.18) Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις δὶς ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων (N. 10.24)
b pass., not being remembered, obscurity, πεντάκις Ἰσθμοῖ στεφανωσάμενος, Νεμέᾳ δὲ τρεῖς, ἔπαυσε λάθαν Σαοκλείδἀ (N. 6.20) ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἧτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει (λήθη καὶ θάνατος. Σ.) (N. 8.24)
Greek Monolingual
λάθα, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. λήθη.
Greek Monotonic
λάθα: ἡ, Δωρ. αντί λήθη.