παροικοδομώ

Revision as of 14:20, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")

Greek Monolingual

-έω, Α
1. οικοδομώ, κτίζω κάτι κοντά, παράλληλα ή απέναντι σε άλλο οικοδόμημα («οἱ δὲ παρῳκοδομήκασιν ἡμῑν τεῑχος ἁπλοῦν », Θουκ.)
2. φράζω, δημιουργώ φραγμό με κτίσμα, με τοίχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἰκοδομῶ «ανεγείρω οικοδομή»].