προσγίνομαι

Revision as of 12:25, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")

English (LSJ)

Ionic and later for προσγίγνομαι.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, προσγίγνομαι Α
1. γίνομαι επιπροσθέτως, προστίθεμαι («τὸ διὰ τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας γενέσθαι οὐ ῥᾳδίως αὐτοῖς προσγενήσεται», Θουκ.)
2. συμβαίνω, γίνομαι, προξενούμαι, προκαλούμαι («παντὶ δὲ ταῡτα ἐχθρὰ καὶ ἄκοντι προσγίγνεται», Πλάτ.)
αρχ.
1. έρχομαι κοντά σε κάποιον, ιδίως ως σύμμαχος («ὁρῶντες στρατιάν τε ἄλλην προσγεγενημένην αὐτοῖς», Θουκ.)
2. (σε σχέση με την πολιτική) υπερασπίζω, συμπαθώ κάποιον
3. προκύπτω («πρὸς τῷ θυμοειδεῑ ἔτι προσγενέσθαι φιλόσοφος τὴν φύσιν», Πλάτ.).