προσγίνομαι

From LSJ

καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχειtime and tide wait for no man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσγίνομαι Medium diacritics: προσγίνομαι Low diacritics: προσγίνομαι Capitals: ΠΡΟΣΓΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: prosgínomai Transliteration B: prosginomai Transliteration C: prosginomai Beta Code: prosgi/nomai

English (LSJ)

Ionic and later for προσγίγνομαι.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, προσγίγνομαι Α
1. γίνομαι επιπροσθέτως, προστίθεμαι («τὸ διὰ τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας γενέσθαι οὐ ῥᾳδίως αὐτοῖς προσγενήσεται», Θουκ.)
2. συμβαίνω, γίνομαι, προξενούμαι, προκαλούμαι («παντὶ δὲ ταῦτα ἐχθρὰ καὶ ἄκοντι προσγίγνεται», Πλάτ.)
αρχ.
1. έρχομαι κοντά σε κάποιον, ιδίως ως σύμμαχος («ὁρῶντες στρατιάν τε ἄλλην προσγεγενημένην αὐτοῖς», Θουκ.)
2. (σε σχέση με την πολιτική) υπερασπίζω, συμπαθώ κάποιον
3. προκύπτω («πρὸς τῷ θυμοειδεῖ ἔτι προσγενέσθαι φιλόσοφος τὴν φύσιν», Πλάτ.).

German (Pape)

προσγίγνομαι.