οσιότητα

Revision as of 12:32, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὁσιότης, -ητος) όσιος
1. η συμπεριφορά σύμφωνα με τον θείο νόμο, ευσέβεια, αγιότητα («μόρια [τῆς ἀρετῆς] ἐστὶν ἡ δικαιοσύνη καὶ σωφροσύνη καὶ ὁσιότης», Πλάτ.)
2. τιμητική προσφώνηση ιερωμένων («τοῖς γράμμασι τῆς σῆς ὁσιότητος», Βασ.)
αρχ.
σεβασμός («ἡ πρὸς τοὺς γονεῑς ὁσιότης καὶ ἡ πρὸς τοὺς θεοὺς εὐσέβεια», Διόδ.).