οσιότητα
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὁσιότης, -ητος) όσιος
1. η συμπεριφορά σύμφωνα με τον θείο νόμο, ευσέβεια, αγιότητα («μόρια [τῆς ἀρετῆς] ἐστὶν ἡ δικαιοσύνη καὶ σωφροσύνη καὶ ὁσιότης», Πλάτ.)
2. τιμητική προσφώνηση ιερωμένων («τοῖς γράμμασι τῆς σῆς ὁσιότητος», Βασ.)
αρχ.
σεβασμός («ἡ πρὸς τοὺς γονεῖς ὁσιότης καὶ ἡ πρὸς τοὺς θεοὺς εὐσέβεια», Διόδ.).