(ΑΜ ὀνειδίζω) όνειδος1. διατυπώνω προσβλητική κατηγορία εναντίον κάποιου, κατηγορώ, ψέγω2. επιτιμώ, επιπλήττω, («ὀνειδίζετε τοῖς ἀδικοῦσιν», Λυσ.)3. περιπαίζω, χλευάζω4. καταντροπιάζω, ρεζιλεύω.