ακραίος

Revision as of 14:10, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-αία, -αίο (Α ἀκραῖος, -α, -ον) ἄκρος
αυτός που βρίσκεται στο άκρο, ακρινός, έσχατος, τελευταίος
νεοελλ.
αυτός που παίρνει θέση τών άκρων, έξαλλος, αδιάλλακτος
αρχ.
1. (για θεούς) αυτός που κατοικεί στα ύψη
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀκραῖα
α) τα άκρα του σώματος
β) ακρότητες, υπερβολές.