προλάζυμαι

Revision as of 12:17, 1 April 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

A receive beforehand or receive by anticipation, c. gen. partit., τῆς ἡδονῆς E.Ion1027.

German (Pape)

[Seite 732] nur praes., = προλαμβάνω, Eur. Ion. 1027.

Greek (Liddell-Scott)

προλάζῠμαι: ἀποθ., λαμβάνω πρότερον, ἢ ἐκ τῶν προτέρων, προαπολαύω, προλάζυμαι οὖν τῷ χρόνῳ τῆς ἡδονῆς, μέρος τι τῆς ἡδονῆς, Εὐρ. Ἴων 1027 πρβλ. λάζυμαι ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

prendre ou saisir d’avance.
Étymologie: πρό, λάζυμαι.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) απολαμβάνω κάτι προηγουμένως ή εκ τών προτέρων, προγεύομαιπρολάζυμαι οὖν τῷ χρόνῳ τῇς ἡδονῆς» Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λάζυμαι, ιων. τ. του λάζομαι «λαμβάνω»].

Greek Monotonic

προλάζῠμαι: αποθ., λαμβάνω από πριν ή εκ των προτέρων, τινος, μέρος από κάποιο πράγμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

προλάζῠμαι: (только praes.) предвосхищать, предвкушать (τῆς ἡδονῆς Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-λάζυμαι eerder grijpen, met gen.; overdr.: π. τῆς ἡδονῆς bij voorbaat genieten Eur. Ion 1027.

Middle Liddell


Dep. to receive beforehand or by anticipation, τινος some of a thing, Eur.