παραφροσύνη

Revision as of 12:00, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

ἡ, A wandering of mind, derangement, Pl.Sph.228d, Aps.p.333 H. 2 delirium, Hp.Aph.2.2,6.53 (pl.), Prog.10.

German (Pape)

[Seite 507] ἡ, der Zustand der vom geraden Wege, von der Wahrheit sich verirrenden Seele, Verrücktheit, Wahnsinn; Plat. Soph. 228 d; Hippocr.; Plut. Rom. 21 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραφροσύνη: ἡ, (παράφρων) ἡ κατάστασις τοῦ παράφρονος, παραπλάνησις φρενῶν, «τρέλλα», Ἱππ. Ἀφ. 1244, Πλάτ. Σοφιστ. 228D· μανία, παραφροσύναι αἱ μὲν μετὰ γέλωτος γινόμεναι ἀσφαλέστεραι, αἱ δὲ μετὰ σπουδῆς ἐπισφαλέστεραι Ἱππ. Ἀφ. 1258.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 déraison, démence, folie;
2 délire.
Étymologie: παράφρων.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ παράφρων, -ονος]
η κατάσταση του παράφρονα, η απώλεια του λογικού, τρέλα
νεοελλ.
ασύνετος λόγος ή ασύνετη πράξη
αρχ.
φρενικό παραλήρημα.

Greek Monotonic

παραφροσύνη: ἡ (παράφρων), διαταραχή, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

παραφροσύνη: ἡ помешательство, безумие Plat., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραφροσύνη -ης, ἡ [παράφρων] geestelijke dwaling. delirium.

Middle Liddell

παραφροσύνη, ἡ, παράφρων
derangement, Plat.

Chinese

原文音譯:parafron⋯a 爬拉-弗羅你阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-意向
字義溯源:瘋狂,愚行,狂妄,愚蠢;源自(παραφρονέω)=狂想);由(παρά)*=旁,出於)與(φρονέω)=想著)組成;而 (φρονέω)出自(φρήν)*=心思)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 狂妄(1) 彼後2:16