ὑποδράω
English (LSJ)
Ep. ὑποδρώω, A serve, c. dat., οἵ σφιν ὑποδρώωσιν Od.15.333; οἱ ὑποδρῶντες τῷ θεῷ (sc. Ἀσκληπιῷ) Ael.NA9.33.
German (Pape)
[Seite 1216] Einem dienstbar sein, unter ihm handeln, dienen; οἵ σφιν ὑποδρώωσιν Od. 15, 333; u. in später Prosa, wie Ael. H. A. 9, 33.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδράω: μέλλ. -άσω, [ᾱ], Ἐπικ. ὑποδρώω, ὑπηρετῶ, εἶμαι ὑπηρετικός, χρησιμεύω, μετὰ δοτικ., οἵ σφιν ὑποδρώωσιν Ὀδ. Ο. 333· ὑπ. τῷ θεῷ Αἰλ. περὶ Ζ. 9. 33.
French (Bailly abrégé)
English (Autenrieth)
Russian (Dvoretsky)
ὑποδράω: прислуживать (τινι Hom.).