ψαυκροπόδης

Revision as of 09:44, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

English (LSJ)

ὁ, and ψαυκρόποδα (acc. sg. masc.), A swift-footed, epithet of the horse Arion, EM817.45, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1391] ὁ, u. ψαυκρόπους, ὁ, ἡ, πουν, τό, schnellfüßig, Beiw. des Pferdes bei Arion u. der Satyrn bei Nonnos.

Greek (Liddell-Scott)

ψαυκροπόδης: -ου, ὁ, καὶ ψαυκρόπους, ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ταχὺς τοὺς πόδας, ἐπίθ. τοῦ ἵππου Ἀρίονος καὶ τῶν Σατύρων, Ἐτυμ. Μέγ. 817. 45.

Greek Monolingual

ὁ, και ως επίθ. ψαυκρόπους, -ουν, Α
1. γρήγορος στα πόδια, γοργοπόδαρος
2. (κατά τον Ησύχ.) «ψαυκρόποδα
κουφόποδα, ἄκροις τοῖς ποσὶ ψαύοντα»·
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαυκρός «ταχύς» + -πόδης / -πους (πρβλ. σκιρτο-πόδης)].

Frisk Etymology German

ψαυκροπόδης: {psaukropódēs}
Meaning: schnellfüßig,
Etymology : Beiw. des Pferdes Arion (EM 817, 45), Akk. -ποδα H. — S. σαυκρόν.
Page 2,1130