ἁλιανθής

Revision as of 10:50, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

English (LSJ)

ές, prop. A sea-blooming, hence = ἁλιπόρφυρος, bright purple, AP5.227 (Paul. Sil.), 7.705 (Antip.), cj.in Orph.A.586.

German (Pape)

[Seite 95] ές, meerblühend, purpurfarbig, τρῦχος Ant. Th. 34 (VII, 705); κόχλος Paul. Sil. (V, 228).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιανθής: -ές, κυρίως ὁ ἐκ τῆς θαλάσσης ἔχων τὸ ἀνθηρὸν αὑτοῦ χρῶμα, διὸ = ἁλιπόρφυρος, λαμπρὸν πορφυροῦν ἔχον χρῶμα, Ἀνθ. Π. 5. 228., 7. 705.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
teint en fleur de mer, càd en pourpre.
Étymologie: ἅλς¹, ἄνθος.

Spanish (DGE)

-ές
• Prosodia: [ᾰ-]
que florece en el mar e.d. purpúreo, AP 5.228 (Paul.Sil.), 7.705 (Antip.Thess.).

Greek Monolingual

ἁλιανθής, -ὲς (Α)
αυτός που βλαστάνει στη θάλασσα, που έχει το λαμπρό χρώμα της πορφύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ανθὴς < ἄνθος.

Greek Monotonic

ἁλιανθής: -ές (ἅλς, ἀνθέω), αρχικά, αυτός που ανθίζει από τη θάλασσα· έπειτα = ἁλιπόρφυρος, πορφυρός, μωβ, βυσσινί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιανθής: «расцветающий морем», т. е. пурпурный (κόχλος, τρῦχος Anth.).

Middle Liddell

[ἅλς, ἀνθέω
properly sea-blooming: then = ἁλιπόρφυρος, purple, Anth.