ἀμαύρωμα

Revision as of 11:00, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]del " to "]] del ")

English (LSJ)

ατος, τό, A obscuration, of sun, Plu.Caes.69. 2 dimness of sight, Mnesith. ap. Orib.4.4.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαύρωμα: -ατος, τό, ἀμαύρωσις, ἐπισκότισις, περὶ τοῦ ἡλίου, Πλουτ. Καῖσ. 69.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
obscurcissement.
Étymologie: ἀμαυρόω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 oscurecimiento del sol, Plu.Caes.69.
2 debilidadde la vista, Mnesith.Cyz. en Orib.4.4.2.

Greek Monolingual

το (Α ἀμαύρωμα)
νεοελλ.
κηλίδωση, σπίλωση της φήμης, του ονόματος
αρχ.
(για τον ήλιο) επισκότιση, σκοτείνιασμα, θόλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀμαυρῶ
βλ. ἀμαυρώνω].

Greek Monotonic

ἀμαύρωμα: -ατος, τό (ἀμαυρόομαι), αμαύρωση, επισκότηση, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμαύρωμα: ατος τό затмение, помрачение, потускнение (τῆς αὐγῆς Plut.).

Middle Liddell

[from ἀμαυρόομαι]
obscuration, Plut.