γιώτα

Revision as of 08:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. το ένατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου (ι, Ι)
2. φρ. «δεν αλλάζω ούτε ένα γιώτα» — δεν αλλάζω ούτε το παραμικρό από όσα είπα ή έγραψα.
[ΕΤΥΜΟΛ. γιώτα < ιώτα, με ανάπτυξη j από τη συνίζηση του συμπλέγματος io - (πρβλ. ιατρός -γιατρός)].