διάβα

Revision as of 08:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η και το
1. διάβαση
2. πέρασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος ρηματικός τύπος < μσν. διάβα < διάβα, προστακτική του διαβαίνω (πρβλ. το έβγα, το έμπα)].