δάσυμα

Revision as of 08:44, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

[ᾰ], ατος, τό, A = τράχωμα., Sever. ap. Aët.7.45.

German (Pape)

[Seite 524] τό, die Rauhheit, Aet.

Greek (Liddell-Scott)

δάσῡμα: -ατος, τό, = τρίχωμα, Ἀέτ. σ. 131.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. aspereza, rugosidad de los párpados, a veces como sinón. de tracoma τραχώματα, ἅπερ καὶ δασύματα πρός τινων κέκληται Seuer. en Aët.7.45, de un fármaco λεπτύνει ... τὰ βλέφαρα καὶ τὰ τούτων δασύματα καὶ τραχώματα ἐξομαλίζει Aët.7.104.

Greek Monolingual

δάσυμα, το (Α)
το τράχωμα των ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς (πρβλ. γλώσσημα-γλώσσα, γαμήλευμα-γαμήλιος)].